- μπριζόλα
- η(λ. γαλλ.), πλευρά αρνιού, μοσχαριού, χοίρου κ.ά. ζώων που μαγειρεύεται.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μπριζόλα — και μπριτζόλα, η κομμάτι κρέατος από τα πλευρά βοδιού, μοσχαριού ή χοίρου, το οποίο τρώγεται ψητό ή τηγανητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. brisola < γαλλ. bresolles «φιλέτο μοσχαριού». Κατ άλλη άποψη, η λ. προήλθε από ιταλ. braciola] … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… … Dictionary of Greek
μοσχαρήσιος — και μοσκαρήσιος, α, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μοσχάρι ή που προέρχεται από το μοσχάρι («μοσχαρήσια μπριζόλα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχάρι + κατάλ. ήσιος (πρβλ. αρν ήσιος, γελαδ ήσιος)] … Dictionary of Greek
μπριζολίτσα — η μικρή μπριζόλα … Dictionary of Greek
μπριτζόλα — η βλ. μπριζόλα … Dictionary of Greek
παχύς — ιά, ύ και παχιός, ιά, ιό / παχύς, εῑα και ιων. τ. έα, ύ, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει αρκετό ή υπερβολικό πάχος, χοντρός 2. (για πρόσ. και ζώα) (στην κυριολ. και μτφ.) αυτός που έχει πολύ λίπος στο σώμα του, παχύσαρκος νεοελλ. 1. (για μουστάκι) πυκνό 2 … Dictionary of Greek
πλευρίδα — η / πλευρίς, ίδος, ΝΑ μερίδα κρέατος από τα πλευρά, παϊδάκι, μπριζόλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλευρά + κατάλ. ις, ίδος (πρβλ. βλεφαρ ίς)] … Dictionary of Greek
pârjoli — PÂRJOLÍ, pârjolesc, vb. IV. 1. tranz. A da foc sau a pune foc cu scopul de a distruge. 2. tranz. (Adesea fig.) A arde, a mistui în flăcări o fiinţă. 3. intranz. (Despre soare) A încălzi peste măsură; a arde, a dogorî. 4. tranz. (Despre soare) A… … Dicționar Român
παΐδι — παΐδι, το και παϊδάκι, το και παγίδι, το 1. πλευρά σκελετού ανθρώπου ή ζώου: Του σπάσανε τα πα(γ)ίδια (δηλ. του δώσανε πολύ ξύλο). 2. πλευρά σφαγίου για ψήσιμο, αλλ. μπριζόλα ή κοτολέτα: Παράγγειλα μία μερίδα αρνίσια παϊδάκια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)